ξεδιψαστής

ξεδιψαστής
ο, θηλ. ξεδιψάστρα [ξεδιψώ]
αυτός που καταπραύνει τη δίψα («η ξεδιψάστρα η κρήνη», Παλαμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”